ὁθούνεκα

ὁθούνεκα
ὁθούνεκα, for ὅτου ἕνεκα (as οὕνεκα for οὗ ἕνεκα),
A because, c. ind., S. Aj.123, 553, etc. ;

ζηλῶ σ' ὁ. . . A.Pr.332

.
II = ὡς or ὅτι, that, c. ind., S.El.47, 617, 1308, Ph.634, etc. : rarely c. opt., Id.OC944, OT 1271.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οθούνεκα — ὁθούνεκα και ὁθούνεκεν (Α) 1. επειδή, διότι («ζηλῶ σ ὁθούνεκα ἐκτὸς αἰτίας κυρεῑς», Αισχύλ.) 2. (ειδ. σύνδ.) ότι («ἄγγελε... ὁθούνεκα τέθνηκ Ὀρέστης», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπου ἕνεκα / ἕνεκεν με κράση (πρβλ. τὸ ἔπος> τοὖπος) και τροπή τού τ σε …   Dictionary of Greek

  • ὁθούνεκα — because indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁθούνεκ' — ὁθούνεκα , ὁθούνεκα because indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁθούνεχ' — ὁθούνεκα , ὁθούνεκα because indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένεκα — και ένεκεν (AM ἕνεκα και ἕνεκεν Α και ποιητ. τύπος εἵνεκα και ιων. τύπος εἵνεκεν και εἵνεκε και αιολ. τύπος ἕννεκα και επιγρ. ἕνεκε και ἕνεκον) (πρόθεση) 1. δηλώνει τον λόγο για τον οποίο έγινε κάτι («ένεκα που έβρεχε δεν ξεκινήσαμε», «ένεκα… …   Dictionary of Greek

  • οθούνεκεν — ὁθούνεκεν (Α) βλ. οθούνεκα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”