οθούνεκα — ὁθούνεκα και ὁθούνεκεν (Α) 1. επειδή, διότι («ζηλῶ σ ὁθούνεκα ἐκτὸς αἰτίας κυρεῑς», Αισχύλ.) 2. (ειδ. σύνδ.) ότι («ἄγγελε... ὁθούνεκα τέθνηκ Ὀρέστης», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπου ἕνεκα / ἕνεκεν με κράση (πρβλ. τὸ ἔπος> τοὖπος) και τροπή τού τ σε … Dictionary of Greek
ὁθούνεκα — because indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁθούνεκ' — ὁθούνεκα , ὁθούνεκα because indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁθούνεχ' — ὁθούνεκα , ὁθούνεκα because indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένεκα — και ένεκεν (AM ἕνεκα και ἕνεκεν Α και ποιητ. τύπος εἵνεκα και ιων. τύπος εἵνεκεν και εἵνεκε και αιολ. τύπος ἕννεκα και επιγρ. ἕνεκε και ἕνεκον) (πρόθεση) 1. δηλώνει τον λόγο για τον οποίο έγινε κάτι («ένεκα που έβρεχε δεν ξεκινήσαμε», «ένεκα… … Dictionary of Greek
οθούνεκεν — ὁθούνεκεν (Α) βλ. οθούνεκα … Dictionary of Greek